top of page


PLAYFUL FORMULATIONS OF DWELLING:
DISCOVERY AND ACTIVATION SCENARIOS OF PUBLIC SPACE IN TOURKOVOUNIA

01-3.jpg


Type Conceptual
Year 2022
Location Tourkovounia, Athens
Architecture Tsivolas Dimitrios, Liakou Evangelia

I.ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ
Το πεδίο μελέτης, ο λόφος των Τουρκοβουνίων, την περίοδο που συντάχθηκε η παρούσα πρόταση, επισκιάστηκε από την κρίση του νέο-ιδρυθέντος πανδημικού πεδίου ανήλεης επιβολής νέων αξιών και ελιτίστικου τύπου τεχνοκρατικής εποπτείας, εντός του οποίου επικυρώνεται ότι η ύστερη κυβερνό-καπιταλιστική βιοπολιτική, απλώνει το κυριαρχικό της είναι ομοιοτρόπως των καταβολών της, δηλαδή μέσω της διαχείρισης του χώρου. Ο λόφος αποτέλεσε ένα από τα σημεία της πόλης, όπου πλήθος κατοίκων αποπειράθηκε την καθημερινή του διέξοδο από το καθεστώς εγκλεισμού και κοινωνικής απομόνωσης, αναδεικνύοντας έτσι το εσωτερικό του περιεχόμενο: το τοπίο καθηλωτικό, η σχέση του με την πόλη μοναδική, ο τρόπος οικειοποίησής του ανύπαρκτος, μολαταύτα, δυνητικά άπειρος. Η δυνητικότητα φαίνεται να συνανήκει σε μια συλλογική επιθυμία. Όμως ταυτόχρονα και η πρόθεση, συντάχθηκε ως όραμα εντός των ίδιων προσφάτων θεσμίσεων˙ βιώνοντας το αδιανόητο της κοινωνικής συνέχειας εν τη απουσία συλλογικότητας και τη “δυσκολία της εκπλήρωσης του όρου της αλληλεγγύης υπό συνθήκες αποκλεισμού κάθε επαφής, κάθε επιτόπιας συλλογικής έκφρασης” (Κουζέλης, 2020:25), γεννήθηκε η ανάγκη δημιουργίας ενός πεδίου συνάντησης, συνύπαρξης και συλλογικών δράσεων, έξω από κάθε αστική ρητορική και περιορισμό σε συνθήκες κρίσης ή μη.
 
II.CONCEPT
Το ενδιαφέρον της έρευνας αναπόφευκτα στράφηκε προς την αναζήτηση στρατηγικών, ικανών να εμπνεύσουν ή/και να οργανώσουν τον χώρο με τρόπο ώστε να είναι ικανός να συντάξει συνθήκες αλλά και να κυοφορήσει ανάγκες συνάντησης με τον άλλο, θεραπεύοντας τες. Η έννοια του παιχνιδιού εισέρχεται στο σημείο αυτό, ως στρατηγική πρακτική και ως τροπικότητα του συν-υπάρχειν. Ο Σταυρίδης (2002:213) διατείνεται σχετικά πως “η αίσθηση του παιχνιδιού σημαίνει πάντα αίσθηση της ύπαρξης των άλλων, όχι απλά ως μέσων για μια προσωπική απόλαυση, αλλά ως υποκειμένων με τα οποία, στα πλαίσια του παιχνιδιού, συνάπτονται σχέσεις. Αίσθηση του παιχνιδιού σημαίνει ίσως τελικά αίσθηση του άλλου“. Θεωρώντας αξίωμα ότι η συνάντηση με τον άλλον αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση ύπαρξης του δημοσίου χώρου, η έννοια του παιχνιδιού οδηγεί σε μια πρελουδιακή διατύπωση ενός ερευνητικού ερωτήματος: είναι οι παιγνιώδεις διατυπώσεις ικανές να ενεργοποιήσουν τον δημόσιο χώρο; Και με ποιον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μέσω του σχεδιασμού;
 
Οι παιγνιώδεις χωρικές διατυπώσεις που έχουν σκοπό να δημιουργήσουν μια κοινότητα, μια συλλογικότητα, αναντίρρητα περιέχουν ηθολογικές καταβολές. Όπως παρατηρεί και ο Κονταράτος (2014:167), το ανθρώπινο σώμα αποτελεί όργανο απόλαυσης και όχι εργασίας, με την “ανθρώπινη δραστηριότητα να έχει τον χαρακτήρα παιχνιδιού και όλοι να απολαμβάνουν το είδος εκείνο της ελευθερίας που σήμερα αποτελεί προνόμιο του περιθωριακού καλλιτέχνη”. Η ελευθερία ως κίνητρο αυτονομίας του υποκειμένου που καλείται να οικειοποιηθεί το χώρο μέσω του παιχνιδιού, δεν περιορίζεται απαραίτητα στα όρια του χρόνου και του χώρου˙ η πρόταση ως πρόθεση δεν αποσκοπεί στην ανάπτυξη συλλογικών εμπειριών στο όριο του λόφου των Τουρκοβουνίων. Ο Huizinga (1944:12) υποστηρίζει πως μια κοινότητα παιχνιδιού τείνει να γίνει μόνιμη ακόμα και όταν το παιχνίδι τελειώσει, παραμένοντας στους παίκτες το συναίσθημα του να είναι μαζί, του να μοιράζονται κάτι σημαντικό και του να αποσύρονται με αμοιβαίο τρόπο από τον κόσμο, απορρίπτοντας τις συνηθισμένες νόρμες. Οξύνονται η αίσθηση της μονιμότητας και η αίσθηση της αυτονομίας, όταν το υποκείμενο κληθεί το ίδιο να οργανώσει, να δημιουργήσει ή και να ανακαλύψει το χώρο και τον τρόπο με τον οποίο το παιχνίδι μπορεί να εκφραστεί και επισυμβεί.
 
Συνακόλουθα, το επόμενο βήμα αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι παιγνιώδεις χωρικές διατυπώσεις μπορούν να πραγματωθούν, χωρίς να χάσουν την εσωτερική τους συνέπεια ως προς τις συνάψεις συλλογικότητας δημιουργικών-αυτόνομων υποκειμένων.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ η έννοια του παιχνιδιού στο καταστασιοκρατικό μοντέλο και ειδικά στο πως αυτό αναπτύσσεται στην αρχιτεκτονική σκέψη, η οποία στην πραγματικότητα γεννιέται με τη  μεταπήδηση του Constant από τη ζωγραφική στη γλυπτική (Andreotti, 2002:229). Ο Constant το 1958, επιχειρεί να οργανώσει ένα μοντέλο ουτοπικής σύλληψης, τη Νέα Βαβυλώνα, η οποία ήταν αρκετά πλαστική για να συμπεριλάβει την αυθόρμητη θέληση μέσω μιας μορφολογικής διασταύρωσης κονστρουκτιβισμού και αφηρημένου εξπρεσιονισμού, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ατμοσφαιρική αρχιτεκτονική μέσω της απόκλισης, της ανακύκλωσης της παλιάς πόλης και των υπαρχουσών καλλιτεχνικών πηγών. Η αρχιτεκτονική που ερευνά πειραματίζεται, χρησιμοποιώντας ως υλικό τις συναισθηματικά κινούμενες καταστάσεις, σε συνδυασμό με τις ατμοσφαιρικές επιδράσεις που συνδέονται με χειρονομίες και οδηγείται στη δημιουργία άγνωστων έως τώρα μορφών. Έτσι, η Βαβυλώνα που αναβίωσε ως υπόδειγμα για τη σύγχρονη πόλη, και που χαρακτηρίζεται καθολική και παιγνιώδης, “δεν ήταν ένα πολεοδομικό σχέδιο, δεν προοριζόταν ως έργο τέχνης με την παραδοσιακή έννοια, ούτε ως παράδειγμα αρχιτεκτονικής δομής, αλλά ως ένα δημιουργικό παιχνίδι με το φανταστικό περιβάλλον” (Sadler, 199:104-105).
 
H κεντρική ιδέα της χωρικής οργάνωσης του Constant βασίζεται στην “αρχή του αποπροσανατολισμού” που αφορά τη συνεχή μεταμόρφωση του χώρου μέσω της κινητικότητας των στοιχείων που τον συναποτελούν, προκαλώντας “μια σύγχυση απελευθερωτικού τύπου από την ιεραρχία του χώρου μέσω εμποδίων, ανολοκλήρωτων γεωμετριών και διαφανών στοιχείων” (Andreotti, 2002:229), όπου τίποτα δεν είναι αναγνωρίσιμο, όλα αλλάζουν και διατίθενται προς ανακάλυψη.  Μολονότι αυτή η αρχή μοιάζει πολλά υποσχόμενη, η συνεχής επανάληψή της φαίνεται να αποδιοργανώνει την εσωτερική συνέπεια του παιχνιδιού: όπως μεταφέρει ο Sadler, “η συνεχής μετατόπιση είναι επικίνδυνη στο βαθμό που το άτομο απειλείται με έκρηξη, διάλυση, διάσπαση, αποσύνθεση καθότι γίνεται υποτροπή σε αυτό που ορίζεται ως καθημερινή ζωή”, κάτι που και ο ίδιος ο Constant αναγνώρισε και ενέταξε στη χωρική του οργάνωση “ξενοδοχεία”, ως χώρους ανάπαυσης ώστε το ατελείωτο παιχνίδι να αναστέλλεται προσωρινά (Sadler, 199:145). Ένας χώρος ανάπαυσης ως ενδιάμεσος χώρος αναστολής, φαίνεται ότι οργανωτικά σχετίζεται με την έννοια της τάξης. Εξάλλου, και ο Huizinga (1944:10) παραδέχεται ότι το παιχνίδι απαιτεί τάξη καθότι εισάγει στη σύγχυση μια προσωρινή και περιορισμένη τελειότητα.
 
Η πρόταση, ερειδόμενη στο εννοιολογικό καταστασιακό πρωτόκολλο, δεν το υιοθετεί απόλυτα, αλλά συντονίζει την εμβέλειά του και δοκιμάζει πιθανές του προεκτάσεις. Η ιδέα των χώρων σύγχυσης οι οποίοι διαμεσολαβούνται από χώρους τάξης ως ενδιάμεσες αγκιστρώσεις, φαίνεται έγκυρη ως προς τη δημιουργία μιας συνθήκης παιχνιδιού, και ταυτόχρονα χαρτογραφεί ένα πλαίσιο συνάντησης με τον άλλον, θέτοντας ισορροπίες μεταξύ γνώριμου (οικείου) και άγνωστου (αλλόκοτου). Η υλοποίηση μιας τέτοιας πιθανότητας προϋποθέτει την εύρεση του κατάλληλου λεξιλογίου για τη δομική της εκτέλεση: ο κάναβος είναι το υποσχόμενο εργαλείο της γεωμετρικής κανονικότητας ως τάξη, ενώ η πολυπλοκότητα της μορφής εισαγάγει το στοιχείο της σύγχυσης, προτάσσοντας μια αρχιτεκτονική πολύπλοκη και μη προβλέψιμη, που προσκαλεί για την οικειοποίησή της και παρακινεί στην κατάρρευση των προσδοκιών του χώρου, μετατρέποντας σε παιχνίδι το ίδιο το βίωμα. Επιπροσθέτως, εμμένοντας στο θέμα της μορφής και θεωρώντας ότι είναι ικανή να παράξει διαφορετικές εμπειρίες χώρου, υποστηρίζεται ότι πέρα από τον εσωτερικό λεξιλογικό πυρήνα του Constant (ανολοκλήρωτη γεωμετρία, αποσπασματικότητα, μεταβλητότητα και διαφάνεια) μια σαφώς ορισμένη διατύπωση της, δύναται να προσφέρει παιγνιώδη συμπεριφορά μέσω του στοιχείου της έκπληξης.

Add a Title

PFOD_MASTER PLAN.jpg

III.ΠΡΟΤΑΣΗ

            Η πρόταση αναπτύσσεται με τη μορφή ενός πολυπύρηνου οργανισμού και οργανώνεται με πέντε βασικές χειρονομίες στην περιοχή του λόφου με την ονομασία “λιβάδι των θεών”, η οποία αξιολογείται ως καταλληλότερη για την επέμβαση λόγω της πρόσβασής της, της μορφολογικής της ταυτότητας και της θέσης της σε σχέση με το σύνολο του λόφου. Η πρόσβαση στο πεδίο επιτυγχάνεται από δύο σημεία, είτε από την είσοδο του Ψυχικού χαμηλά στο λόφο, όπου εκκινεί μια υπάρχουσα πορεία που καταλήγει στο λιβάδι των θεών, είτε πιο άμεσα από την οδό Ηριδανού, στην οποία προτείνεται μια τελετουργική διαδικασία: υποδοχή, στένωμα, κένωση - άνοιγμα. Στα όρια του δρόμου δημιουργείται ένα πλάτωμα που παραλαμβάνει τις ροές από τις κατευθύνσεις προσέλευσης, πλαισιωμένο από δενδροστοιχίες που σηματοδοτούν την είσοδο στο στένωμα. Αυτό συνιστά μια απόλυτη γραμμική τομή στο βράχο, όπου μέσω μιας ράμπας που επιλύει τις υψομετρικές διαφορές καταλήγει στο λιβάδι των θεών. Οι άξονες κίνησης των δύο προσβάσεων τέμνονται κατά 45 μοίρες και στο σημείο διασταύρωσής τους διαμορφώνεται η κεντρική πλατεία γύρω από και εν σχέσει με την οποία αναπτύσσονται διατυπώσεις αυτονομίας. Η πλατεία που προσιδιάζει σε ένα εργοταξιακό/φεστιβικό χαρακτήρα, ορίζεται τόσο από έναν χώρο εργαστηρίων όσο και μια οιονεί στοά. Υπακούει σε μια γεωμετρική κανονικότητα οριζόμενη από χαράξεις ραγών και από τη γραμμικότητα των στοιχείων, ενώ η πρόσβαση των επιμέρους διατυπώσεων πραγματώνεται με σαφείς χαράξεις που εκκινούν από αυτήν.

Add a Title

PFOD_06.jpg

Η στοά αποτελείται από ένα ισχυρό πρίσμα που ακολουθεί την κίνηση του άξονα εισόδου, ορίζει την μία πλευρά της πλατείας, ενώ στο πέρας της συστρέφεται προς την πόλη. Δομικά εκδηλώνεται με ένα κύτταρο, ήτοι ένα απλό πλαισιακό σύστημα 10x10 μ., το οποίο επαναλαμβανόμενο σχηματίζει το πρίσμα. Στον όροφο του συστήματος αναπτύσσονται κατά μήκος αποσπώμενα/κινητά στοιχεία επικάλυψης τα οποία ομολογούν διάφορα σενάρια κατοίκησης, αναλόγως της δράσης των συμμετεχόντων υποκειμένων. Η ελευθερία της κίνησης και κατά συνέπεια των σεναρίων, αποτελεί και ένα βασικό χαρακτηριστικό της έννοιας του παιχνιδιού, καθότι πραγματώνεται αβίαστα, χωρίς να επιβάλλεται από φυσική αναγκαιότητα ή ηθικό καθήκον (Huizinga, 1944:8)

PFOD_06-02.jpg
PFOD_06-03.jpg

Τα εργαστήρια αποτελούνται από 3 ενότητες που συνδέονται με συνεχείς διαδρόμους σε ύψος 3 και 4,5 μ. από το έδαφος εντός ενός δομικού καναβικού συστήματος 6x6 μ.,  το οποίο αφήνει το έδαφος ελεύθερο για υπαίθριες και ημιυπαίθριες δράσεις. Ο χώρος ολοκληρώνεται με κινητά πετάσματα που τον υποδιαιρούν και τον πολλαπλασιάζουν, του αλλάζουν υπόσταση (από κλειστό σε ημιυπαίθριο) και προσφέρουν ευκαιρίες συλλογικότητας, συνεργασίας και εκμάθησης. Στα πλευρικά όρια του κοίλου βρίσκονται υποστηρικτικοί χώροι και ομάδες συλλογικών εργαστηρίων, που διαμορφώνονται σε διαφορετικά επίπεδα, λαμβάνοντας το λειτουργικό χαρακτήρα μιας σκαλωσιάς. Κεντρικά βρίσκονται δωμάτια ατομικών εργαστηρίων που έχουν τη δυνατότητα της μεταξύ τους συνένωσης.

PFOD_07.jpg

Από την πλατεία, ένας άξονας οδηγεί στο βόρειο τμήμα της πρότασης όπου εντοπίζεται ένας μυστικός κήπος. Η μυστικότητα χαρακτηρίζεται από την τοπιογραφία: η περιμετρική ανάπτυξη του βραχώδους τοπίου οριοθετεί ένα δωμάτιο το οποίο αποκόπτεται από την επαφή με την πόλη. Η τάξη που εκκινεί από την πλατεία σταδιακά εκφυλίζεται και διασπάται, δημιουργώντας κατασκευές -παρτέρια και νερόλακκους-, συνθέτοντας ένα τοπίο διαρκώς μεταβαλλόμενο. Μια μικρή κατασκευή-αποθήκη, λειτουργεί ως υποστηρικτικός χώρος των δράσεων.

PFOD_02.jpg

Από την πλατεία, η συνέχεια του άξονα εισόδου καταλήγει στον ένα από τους τρεις βράχους που επιβάλλονται στην περιοχή επέμβασης. Ακολουθώντας την εγχάρακτη ιστορία του λόφου, ο βράχος δεν ερμηνεύεται ως εμπόδιο κατά-Constant, αλλά λατομείται, δηλαδή διαρρηγνύεται προκειμένου να σχηματιστεί εντός του ο κατακόρυφος άξονας που οδηγεί στην κορυφή. Η επιλογή του υλικού, το εμφανές σκυρόδεμα ως οιονεί φυσικό πέτρωμα, επιλέγεται ως το καταλληλότερο στοιχείο για τη δομική σύσταση της συγκεκριμένης κατασκευής. Η κίνηση από κάτω προς τα πάνω εκτονώνεται με θεάσεις του λόφου και της πόλης μέσω προβόλων. Το φυσικό φως από την κορυφή, εισάγεται ως το βασικό στοιχείο ποιότητας του χώρου ενώ ταυτόχρονα εγκυμονεί προσδοκία για την καταληκτική πορεία της κίνησης.

PFOD_05.jpg
PFOD_05-02.jpg
PFOD_04.jpg

Στην κορυφή αναπτύσσεται το πρώτο plateau το όποιο χαρακτηρίζεται από έναν κάναβο αποτελούμενο από ράγες πάνω στις οποίες αναπτύσσεται κινητός εξοπλισμός. Η τάξη αυτή καταλήγει σε εξάρσεις πολυπλοκότητας, δηλαδή σε σύνθετες κατασκευές οι οποίες ενθαρρύνουν το υποκείμενο να τις ανακαλύψει˙ ένα στέγαστρο και χώροι απομόνωσης (κελιά) στρέφονται προς το λόφο και την πόλη προσφέροντας διαφορετικές εμπειρίες πρόσληψης του χώρου. Εδώ, το δίπολο έκπληξη/ανακάλυψη της κατασκευής ταυτίζεται με εκείνο της πόλης.

Τέλος, από την πλατεία εκκινεί και ο νοτιοδυτικός άξονας που οδηγεί στον έτερο βράχο. Εν αντιθέσει της διάνοιξης που χαρακτηρίζει την προηγούμενη χειρονομία, η κίνηση επιτυγχάνεται μέσω μιας κατακόρυφης λαβυρινθώδους δομής. Η αίσθηση του λαβυρίνθου συνομολογείται από τη συνεχόμενη στροφική κίνηση και από την δομική ασυνέχεια. Αποτέλεσμα είναι ένα παιχνίδισμα του βλέμματος  με τον διαδοχικό και συνεχόμενο τεμαχισμό της πόλης, του λόφου και του ίδιου του βράχου. Την κίνηση αυτή διαδέχεται ένας χώρος ανάπαυσης, ένα δεύτερο plateau, στο οποίο όπως στο πρώτο, φέρεται εξοπλισμός και οργανώνεται με ένα αυστηρά γεωμετρικό μοτίβο.

PFOD_01-05.jpg
PFOD_01-04.jpg

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Κονταράτος, Σ. (2014) Ουτοπία και Πολεοδομία. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

  2. Κουζέλης, Γ. (2020) Η διαχείριση της αναστολής στο Καπόλα, Π., Κουζελής, Γ., Κωνσταντάς Ο. (Επιμ.) τοπικά ιθ’: Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου. Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου, Αθήνας: Νήσος, σσ. 21-27

  3. Σταυρίδης, Σταύρος (2002) Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα

  4. Andreotti, L. (2002) Architecture and Play στο Tom McDonough (Ed.) Guy Debord an the Situationist International. Cambridge: The MIT Press, σσ. 213-240

  5. Huizinga, J. (1949 [1946]) Homo Lundens: A Study of the Play-Element in Culture. London, Boston & Henley: Routledge & Kegan Paul

  6. Sadler, S. (1999) The Situationist City. Cambridge: The MIT Press

bottom of page